- βαθμούχος
- οο βαθμοφόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμός + (β' συνθετικό) -ούχος < έχω (πρβλ. αξιωματούχος, δικαιούχος, πτυχιούχος, συνταξιούχος κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στο Ημερολόγιον Ανατολής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek
βαθμός — Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά στην τεχνική και στην επιστημονική γλώσσα για να δείξει, χωρίς αξιώσεις επιστημονικής ακριβολογίας, το πόσο εντατικό εμφανίζεται ένα φαινόμενο (π.χ. το τάδε υλικό είναι σε μεγάλο βαθμό ανθεκτικό στη κάμψη). Η ίδια… … Dictionary of Greek
ουλεμάς — Από το αραβικό αλίμ = σοφός. Μορφωμένος, απόφοιτος ιερατικής σχολής, που έχει το δικαίωμα να διοριστεί ιεροδικαστής. Οι ο. αποτελούσαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία ιδιαίτερο σώμα διδακτόρων του μουσουλμανικού δικαίου και είχαν πολλά προνόμια,… … Dictionary of Greek
Αλεβιζόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλεβίζος (Λουίζος). Γεννήθηκε στην Τρίπολη, διετέλεσε βαθμούχος στις τάξεις του σώματος του Κολοκοτρώνη, διακρίθηκε σε πολλές μάχες και πέθανε μετά το 1870. 2. Δημήτριος. Γεννήθηκε στην Ηλεία. Πολέμησε στη μάχη του… … Dictionary of Greek
Βαλεντίνος — I (Valentinus, 2ος αι. μ.Χ.). Γνωστικός από την Αίγυπτο. Σπούδασε στην Αλεξάνδρεια και κατόπιν, περίπου το 140 μ.Χ., εγκαταστάθηκε στη Ρώμη. Τις θεωρίες του γνωρίζουμε από κάποια αποσπάσματα που παραθέτει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, καθώς επίσης από… … Dictionary of Greek
Ζωριανός ή Ζωριάνος, Μιχαήλ — (τέλη 13ου – αρχές 14ου αι.). Βαθμούχος του δεσποτάτου της Ηπείρου. Με μεγάλη πιθανότητα αναφέρεται ως κτήμα του το χωριό Ζωριάνο, που βρισκόταν στην περιοχή, τη γνωστή στην αρχαιότητα ως χώρα των Οφιονέων Λοκρών … Dictionary of Greek